- χιόνεος
- -έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Αόμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)αρχ.αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].
Dictionary of Greek. 2013.